φθονώ

φθονώ
φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν
κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.
β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», Ευρ.)
2. αρνούμαι κάτι από φθόνο ή από δυσμένεια («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», Σοφ.)
3. φρ. «φθονεῑν τινί τι» — το να αρνείται κανείς να παράσχει κάτι σε κάποιον (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθονῶ αποτελεί είτε μετονοματικό παρ. τού φθόνος είτε επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *φθέν- (βλ. λ. φθόνος), πρβλ. φορῶ: φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθονώ — φθονώ, φθόνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φθονώ — και φτονώ φθόνησα και φτόνησα, μτβ. και αμτβ., αισθάνομαι φθόνο για κάποιον ή για κάτι, βλέπω με λύπη κάθε ευτυχία στους άλλους, είμαι φθονερός, ζηλεύω: Κάλλιο να σε φτονούν παρά να σε ψυχοπονιούνται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθονῶ — φθονέω bear ill will pres subj act 1st sg (attic epic doric) φθονέω bear ill will pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνῳ — φθόνος ill will masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνωι — φθόνῳ , φθόνος ill will masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβασκαίνω — Α βασκαίνω, φθονώ από πριν ή φθονώ για κάτι («ἐπειδή τις δαίμων που προεβάσκηνέ μοι τῆς τροφῆς», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκαίνω «φθονώ, ματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφθονούμαι — ( έομαι) φθονώ κάποιον και φθονούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φθονώ ( ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • διαφθονώ — διαφθονῶ ( έω) (AM) 1. εξακολουθώ να φθονώ, φθονώ ύπουλα 2. παθ. χάνω την καλή μου τύχη εξαιτίας φθόνου (Ιωσ., Ιουδαϊκή Αρχαιολ.) …   Dictionary of Greek

  • μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”